- τελαλίζω
- [тэлализо] ρ выкрикивать, быть глашатаем.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
τελαλίζω — τελάλισα, τελαλίστηκα, και ντελαλίζω ντελάλισα, ντελαλίστηκα, τελαλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντελαλίζω — και ντελαλώ και τελαλίζω και τελαλώ [ντελάλης] 1. διαλαλώ, διατυμπανίζω 2. μτφ. διαδίδω μυστικό … Dictionary of Greek